- συνεκφώνηση
- η / συνεκφώνησις, -ήσεως, ΝΜΑ [συνεκφωνῶ]ταυτόχρονη εκφώνηση, συνεκφορά (α. «συνεκφώνηση φθόγγων» β. «ἂν γὰρ προαναφώνησίν τις εἴπῃ καὶ συνεκφώνησιν αἰτιάσηται», Κλήμ. Αλ.)αρχ.γραμμ. η συνίζηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεκφώνηση — η το να εκφωνείται κάτι μαζί με άλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υφέν — ὑφέν, ΝΜΑ, και μτγν. τ. ὑφ ἕν Α επίρρ. (με θηλ. άρθρ. ως ουσ.) η υφέν (αρχ. γραμμ.) το σημείο σύνδεσης που ετίθετο κάτω από τον τελευταίο φθόγγο μιας λέξης προκειμένου να τόν συνδέσει με τον αρχικό τής επόμενης και να δηλώσει ότι πρόκειται για… … Dictionary of Greek
λοσταρία — λοσταρία, ἡ (Μ) ταβέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. ostaria, με συνεκφώνηση τού άρθρου lο στα Ιταλικά] … Dictionary of Greek
λουσέριν — λουσέριν, τὸ (Μ) μεγάλο μεταγωγικό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. huissier, με συνεκφώνηση τού άρθρου le] … Dictionary of Greek
λουσιέρης — και λουχιέρης, ὁ (Μ) φρουρός στην είσοδο τού παλατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. huissier «θυρωρός», με συνεκφώνηση τού άρθρου le] … Dictionary of Greek
συμπροφορά — η, Ν [συμπροφέρω] συνεκφώνηση φθόγγων … Dictionary of Greek
συνίζηση — η / συνίζησις, ήσεως, ΝΜΑ [συνιζάνω] γραμμ. συνεκφώνηση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου σε μια συλλαβή (α. «άργειε νά ρθει εκείνη η μέρα», Διον. Σολ. β. «Πηληϊάδεω Ἀχιλλῆος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. η καθοδική ηπειρογενετική μετακίνηση τμημάτων… … Dictionary of Greek
σύμπτωση — η / σύμπτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [συμπίπτω] αυτό που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίο συμβάν (α. «τί ευχάριστη σύμπτωση» β. «αἱ μὴ δυνάμεναι συλλαμβάνειν ἐὰν ἢ διὰ θεραπείαν συλλάβωσιν ἢ δι ἄλλην τινὰ σύμπτωσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. το να συμπίπτει κάτι με… … Dictionary of Greek
Ξ, ξ — (αρχαία ελληνικά ξει, ξι, ξυ). Το δέκατο τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από τα σημιτικά , , , , , , , που παρίσταναν το συριστικό φθογγο samech (πιθανή σημασία πάσσαλος, στύλος). Στα παλιότερα νοτιοελληνικά αλφάβητα… … Dictionary of Greek
συνίζηση — η (γραμμ.), συνεκφώνηση δύο φωνηέντων ή μιας διφθόγγου και ενός φωνήεντος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)